δοκιμιογραφία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δοκιμιογραφία | οι | δοκιμιογραφίες |
| γενική | της | δοκιμιογραφίας | των | δοκιμιογραφιών |
| αιτιατική | τη | δοκιμιογραφία | τις | δοκιμιογραφίες |
| κλητική | δοκιμιογραφία | δοκιμιογραφίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δοκιμιογραφία < δοκιμιογράφος + -ία
Μεταφράσεις
δοκιμιογραφία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.