δισύλλαβο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δισύλλαβο τα δισύλλαβα
      γενική του δισύλλαβου των δισύλλαβων
    αιτιατική το δισύλλαβο τα δισύλλαβα
     κλητική δισύλλαβο δισύλλαβα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δισύλλαβο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου δισύλλαβος

Προφορά

ΔΦΑ : /ðiˈsi.la.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δισύλλαβο

Ουσιαστικό

δισύλλαβο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.