δισημειακός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δισημειακός η δισημειακή το δισημειακό
      γενική του δισημειακού της δισημειακής του δισημειακού
    αιτιατική τον δισημειακό τη δισημειακή το δισημειακό
     κλητική δισημειακέ δισημειακή δισημειακό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δισημειακοί οι δισημειακές τα δισημειακά
      γενική των δισημειακών των δισημειακών των δισημειακών
    αιτιατική τους δισημειακούς τις δισημειακές τα δισημειακά
     κλητική δισημειακοί δισημειακές δισημειακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Επίθετο

δισημειακός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.