δισημειακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δισημειακός | η | δισημειακή | το | δισημειακό |
| γενική | του | δισημειακού | της | δισημειακής | του | δισημειακού |
| αιτιατική | τον | δισημειακό | τη | δισημειακή | το | δισημειακό |
| κλητική | δισημειακέ | δισημειακή | δισημειακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δισημειακοί | οι | δισημειακές | τα | δισημειακά |
| γενική | των | δισημειακών | των | δισημειακών | των | δισημειακών |
| αιτιατική | τους | δισημειακούς | τις | δισημειακές | τα | δισημειακά |
| κλητική | δισημειακοί | δισημειακές | δισημειακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
δισημειακός
- (τηλεπικοινωνίες, δίκτυο υπολογιστών) point-to-point: η αποκλειστική (dedicated) ζεύξη (link) μεταξύ δύο ακραίων σημείων (endpoint)
Μεταφράσεις
δισημειακός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.