διμηνίτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | διμηνίτης | οι | διμηνίτες |
| γενική | του | διμηνίτη | των | διμηνιτών |
| αιτιατική | τον | διμηνίτη | τους | διμηνίτες |
| κλητική | διμηνίτη | διμηνίτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διμηνίτης < διμήνι + -ίτης < δίμηνος + -ι < αρχαία ελληνική δίμηνος < δι- + μήν < πρωτοελληνική *méns < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mḗh₁n̥s < *meh₁- (μετρώ)
Μεταφράσεις
διμηνίτης
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.