δικτυογραφία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δικτυογραφία οι δικτυογραφίες
      γενική της δικτυογραφίας των δικτυογραφιών
    αιτιατική τη δικτυογραφία τις δικτυογραφίες
     κλητική δικτυογραφία δικτυογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δικτυογραφία < δίκτυο (< διαδίκτυο) + -γραφία (< βιβλιογραφία) ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική webography)

Ουσιαστικό

δικτυογραφία θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.