δικαιούμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δικαιούμενος | η | δικαιούμενη | το | δικαιούμενο |
| γενική | του | δικαιούμενου | της | δικαιούμενης | του | δικαιούμενου |
| αιτιατική | τον | δικαιούμενο | τη | δικαιούμενη | το | δικαιούμενο |
| κλητική | δικαιούμενε | δικαιούμενη | δικαιούμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δικαιούμενοι | οι | δικαιούμενες | τα | δικαιούμενα |
| γενική | των | δικαιούμενων | των | δικαιούμενων | των | δικαιούμενων |
| αιτιατική | τους | δικαιούμενους | τις | δικαιούμενες | τα | δικαιούμενα |
| κλητική | δικαιούμενοι | δικαιούμενες | δικαιούμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δικαιούμενος μετοχή ενεστώτα του δικαιούμαι
Μετοχή
δικαιούμενος,η,ο
- εκείνος που έχει το δικαίωμα σε κάτι αυτή τη στιγμή ή εν δυνάμει, ανεξαρτήτως του αν θα κάνει χρήση του δικαιώματός του
- Οι δικαιούμενοι αποζημιώσεως, θα την λάβουν σε πέντε δόσεις
- Σε περίπτωση που ο δικαιούμενος για την άσκηση του ένδικου μέσου δεν ήταν παρών...
- αυτό που κάποιος δικαιούται
- Η δικαιούμενη άδεια...
- Τη δικαιούμενη νόμιμη αποζημίωσή του, θα...
- Ο άνθρωπος ζητάει μόνο τα δικαιούμενά του
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.