δικαιοδοτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δικαιοδοτικός η δικαιοδοτική το δικαιοδοτικό
      γενική του δικαιοδοτικού της δικαιοδοτικής του δικαιοδοτικού
    αιτιατική τον δικαιοδοτικό τη δικαιοδοτική το δικαιοδοτικό
     κλητική δικαιοδοτικέ δικαιοδοτική δικαιοδοτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δικαιοδοτικοί οι δικαιοδοτικές τα δικαιοδοτικά
      γενική των δικαιοδοτικών των δικαιοδοτικών των δικαιοδοτικών
    αιτιατική τους δικαιοδοτικούς τις δικαιοδοτικές τα δικαιοδοτικά
     κλητική δικαιοδοτικοί δικαιοδοτικές δικαιοδοτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δικαιοδοτικός < δικαιοδοτώ + -ικός

Επίθετο

δικαιοδοτικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.