δικάταρτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δικάταρτος η δικάταρτη το δικάταρτο
      γενική του δικάταρτου της δικάταρτης του δικάταρτου
    αιτιατική τον δικάταρτο τη δικάταρτη το δικάταρτο
     κλητική δικάταρτε δικάταρτη δικάταρτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δικάταρτοι οι δικάταρτες τα δικάταρτα
      γενική των δικάταρτων των δικάταρτων των δικάταρτων
    αιτιατική τους δικάταρτους τις δικάταρτες τα δικάταρτα
     κλητική δικάταρτοι δικάταρτες δικάταρτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δικάταρτος < (δις) δι- + κατάρτ(ι) + -ος

Επίθετο

δικάταρτος

  1. (ναυτικός όρος)που έχει δύο κατάρτια
  2. (ουσιαστικοποιημένο) δικάταρτο: το ιστιοφόρο με δύο κατάρτια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.