διηπειρωτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διηπειρωτικός | η | διηπειρωτική | το | διηπειρωτικό |
| γενική | του | διηπειρωτικού | της | διηπειρωτικής | του | διηπειρωτικού |
| αιτιατική | τον | διηπειρωτικό | τη | διηπειρωτική | το | διηπειρωτικό |
| κλητική | διηπειρωτικέ | διηπειρωτική | διηπειρωτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διηπειρωτικοί | οι | διηπειρωτικές | τα | διηπειρωτικά |
| γενική | των | διηπειρωτικών | των | διηπειρωτικών | των | διηπειρωτικών |
| αιτιατική | τους | διηπειρωτικούς | τις | διηπειρωτικές | τα | διηπειρωτικά |
| κλητική | διηπειρωτικοί | διηπειρωτικές | διηπειρωτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διηπειρωτικός < δι- + ηπειρωτικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική intercontinental)
Επίθετο
διηπειρωτικός
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ήπειρος
Μεταφράσεις
διηπειρωτικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.