διευρύνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διευρύνομαι < παθητική φωνή του ρήματος διευρύνω
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διευρύνομαι | διευρυνόμουν(α) | θα διευρύνομαι | να διευρύνομαι | διευρυνόμενος | |
| β' ενικ. | διευρύνεσαι | διευρυνόσουν(α) | θα διευρύνεσαι | να διευρύνεσαι | (διευρύνου) | |
| γ' ενικ. | διευρύνεται | διευρυνόταν(ε) | θα διευρύνεται | να διευρύνεται | ||
| α' πληθ. | διευρυνόμαστε | διευρυνόμαστε διευρυνόμασταν |
θα διευρυνόμαστε | να διευρυνόμαστε | ||
| β' πληθ. | διευρύνεστε | διευρυνόσαστε διευρυνόσασταν |
θα διευρύνεστε | να διευρύνεστε | (διευρύνεστε) | |
| γ' πληθ. | διευρύνονται | διευρύνονταν διευρυνόντουσαν |
θα διευρύνονται | να διευρύνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διευρύνθηκα | θα διευρυνθώ | να διευρυνθώ | διευρυνθεί | ||
| β' ενικ. | διευρύνθηκες | θα διευρυνθείς | να διευρυνθείς | διευρύνσου | ||
| γ' ενικ. | διευρύνθηκε | θα διευρυνθεί | να διευρυνθεί | |||
| α' πληθ. | διευρυνθήκαμε | θα διευρυνθούμε | να διευρυνθούμε | |||
| β' πληθ. | διευρυνθήκατε | θα διευρυνθείτε | να διευρυνθείτε | διευρυνθείτε | ||
| γ' πληθ. | διευρύνθηκαν διευρυνθήκαν(ε) |
θα διευρυνθούν(ε) | να διευρυνθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω διευρυνθεί | είχα διευρυνθεί | θα έχω διευρυνθεί | να έχω διευρυνθεί | ||
| β' ενικ. | έχεις διευρυνθεί | είχες διευρυνθεί | θα έχεις διευρυνθεί | να έχεις διευρυνθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει διευρυνθεί | είχε διευρυνθεί | θα έχει διευρυνθεί | να έχει διευρυνθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε διευρυνθεί | είχαμε διευρυνθεί | θα έχουμε διευρυνθεί | να έχουμε διευρυνθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε διευρυνθεί | είχατε διευρυνθεί | θα έχετε διευρυνθεί | να έχετε διευρυνθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν διευρυνθεί | είχαν διευρυνθεί | θα έχουν διευρυνθεί | να έχουν διευρυνθεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.