διδασκάλισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διδασκάλισσα οι διδασκάλισσες
      γενική της διδασκάλισσας των διδασκαλισσών
    αιτιατική τη διδασκάλισσα τις διδασκάλισσες
     κλητική διδασκάλισσα διδασκάλισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διδασκάλισσα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική διδασκάλισσα. Συγχρονικά αναλύεται ως διδάσκαλος + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Προφορά

ΔΦΑ : /ði.ðaˈska.li.sa/

Ουσιαστικό

διδασκάλισσα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

διδασκάλισσα < διδάσκαλ(ος) + επίθημα θηλυκών -ισσα

Ουσιαστικό

διδασκάλισσα θηλυκό

  1. (επάγγελμα) δασκάλα, διδασκάλισσα
  2. μαστόρισσα (δασκάλα στην τέχνη της)

Συνώνυμα

  • διδασκάλα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.