δασκάλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δασκάλα οι δασκάλες
      γενική της δασκάλας
    αιτιατική τη δασκάλα τις δασκάλες
     κλητική δασκάλα δασκάλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δασκάλα, θηλυκό του δάσκαλος

Ουσιαστικό

δασκάλα θηλυκό ή δασκάλισσα

  1. (επάγγελμα) αυτή που διδάσκει
  2. η εκπαιδευτικός που διδάσκει στο Δημοτικό σχολείο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.