μαστόρισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαστόρισσα οι μαστόρισσες
      γενική της μαστόρισσας των μαστορισσών
    αιτιατική τη μαστόρισσα τις μαστόρισσες
     κλητική μαστόρισσα μαστόρισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαστόρισσα < μάστορας + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Ουσιαστικό

μαστόρισσα θηλυκό

  1. η πολύ επιτήδεια σε μια τέχνη, π.χ. στην κομμωτική, στη μαγειρική
  2. η τεχνίτρα, περιλαμβανομένης και εκείνης που ξέρει πολλά ερωτικά κόλπα
  3. η σύζυγος του μάστορα
  4. (παρωχημένο) η πόρνη
 δείτε τη λέξη μάστορας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.