διαχειρίσιμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διαχειρίσιμος | η | διαχειρίσιμη | το | διαχειρίσιμο |
| γενική | του | διαχειρίσιμου | της | διαχειρίσιμης | του | διαχειρίσιμου |
| αιτιατική | τον | διαχειρίσιμο | τη | διαχειρίσιμη | το | διαχειρίσιμο |
| κλητική | διαχειρίσιμε | διαχειρίσιμη | διαχειρίσιμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διαχειρίσιμοι | οι | διαχειρίσιμες | τα | διαχειρίσιμα |
| γενική | των | διαχειρίσιμων | των | διαχειρίσιμων | των | διαχειρίσιμων |
| αιτιατική | τους | διαχειρίσιμους | τις | διαχειρίσιμες | τα | διαχειρίσιμα |
| κλητική | διαχειρίσιμοι | διαχειρίσιμες | διαχειρίσιμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διαχειρίσιμος (νεολογισμός)[1] < διαχειρίζομαι, διαχειρισ- + -ιμος
Συγγενικά
Αναφορές
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 13, έτος 2015, ISSN: 1106‑8027
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.