διαχειρισιμότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαχειρισιμότητα οι διαχειρισιμότητες
      γενική της διαχειρισιμότητας των διαχειρισιμοτήτων
    αιτιατική τη διαχειρισιμότητα τις διαχειρισιμότητες
     κλητική διαχειρισιμότητα διαχειρισιμότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διαχειρισιμότητα < διαχειρίσιμ(ος) + -ότητα

Ουσιαστικό

διαχειρισιμότητα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.