διασύρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διασύρω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

διασύρω

  • εξευτελίζω σε μεγάλο βαθμό κάποιον ή τιμή και την υπόληψή του

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.