διαστημοδρόμιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | διαστημοδρόμιο | τα | διαστημοδρόμια |
| γενική | του | διαστημοδρόμιου | των | διαστημοδρόμιων |
| αιτιατική | το | διαστημοδρόμιο | τα | διαστημοδρόμια |
| κλητική | διαστημοδρόμιο | διαστημοδρόμια | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
διαστημοδρόμιο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.