διασκέδασις

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διασκέδασῐς αἱ διασκεδάσεις
      γενική τῆς διασκεδάσεως τῶν διασκεδάσεων
      δοτική τῇ διασκεδάσει ταῖς διασκεδάσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν διασκέδασῐν τὰς διασκεδάσεις
     κλητική ! διασκέδασῐ διασκεδάσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διασκεδάσει
γεν-δοτ τοῖν  διασκεδασέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διασκέδασις (ελληνιστική κοινή) < διασκεδάζω < αρχαία ελληνική διασκεδάννυμι (σκορπίζω), διασκεδα- + -σις

Ουσιαστικό

διασκέδασις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.