διαρρηκτών
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
διαρρηκτών
- γενική πληθυντικού του διαρρηκτός
- γενική πληθυντικού του διαρρηκτή
- γενική πληθυντικού του διαρρηκτό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.