διαπλεκόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διαπλεκόμενος | η | διαπλεκόμενη | το | διαπλεκόμενο |
| γενική | του | διαπλεκόμενου | της | διαπλεκόμενης | του | διαπλεκόμενου |
| αιτιατική | τον | διαπλεκόμενο | τη | διαπλεκόμενη | το | διαπλεκόμενο |
| κλητική | διαπλεκόμενε | διαπλεκόμενη | διαπλεκόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διαπλεκόμενοι | οι | διαπλεκόμενες | τα | διαπλεκόμενα |
| γενική | των | διαπλεκόμενων | των | διαπλεκόμενων | των | διαπλεκόμενων |
| αιτιατική | τους | διαπλεκόμενους | τις | διαπλεκόμενες | τα | διαπλεκόμενα |
| κλητική | διαπλεκόμενοι | διαπλεκόμενες | διαπλεκόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διαπλεκόμενος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος διαπλέκω
Μετοχή
διαπλεκόμενος -η -ο
- που διαπλέκεται, που είναι έμμεσα ή ύποπτα συχνά και παράνομα συνδεδεμένος με άλλους (λέξη με αρνητική χροιά)
- διαπλεκόμενα συμφέροντα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.