διαπλέκομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διαπλέκομαι | διαπλεκόμουν(α) | θα διαπλέκομαι | να διαπλέκομαι | διαπλεκόμενος | |
| β' ενικ. | διαπλέκεσαι | διαπλεκόσουν(α) | θα διαπλέκεσαι | να διαπλέκεσαι | (διαπλέκου) | |
| γ' ενικ. | διαπλέκεται | διαπλεκόταν(ε) | θα διαπλέκεται | να διαπλέκεται | ||
| α' πληθ. | διαπλεκόμαστε | διαπλεκόμαστε διαπλεκόμασταν |
θα διαπλεκόμαστε | να διαπλεκόμαστε | ||
| β' πληθ. | διαπλέκεστε | διαπλεκόσαστε διαπλεκόσασταν |
θα διαπλέκεστε | να διαπλέκεστε | (διαπλέκεστε) | |
| γ' πληθ. | διαπλέκονται | διαπλέκονταν διαπλεκόντουσαν |
θα διαπλέκονται | να διαπλέκονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διαπλέχτηκα | θα διαπλεχτώ | να διαπλεχτώ | διαπλεχτεί | ||
| β' ενικ. | διαπλέχτηκες | θα διαπλεχτείς | να διαπλεχτείς | διαπλέξου | ||
| γ' ενικ. | διαπλέχτηκε | θα διαπλεχτεί | να διαπλεχτεί | |||
| α' πληθ. | διαπλεχτήκαμε | θα διαπλεχτούμε | να διαπλεχτούμε | |||
| β' πληθ. | διαπλεχτήκατε | θα διαπλεχτείτε | να διαπλεχτείτε | διαπλεχτείτε | ||
| γ' πληθ. | διαπλέχτηκαν διαπλεχτήκαν(ε) |
θα διαπλεχτούν(ε) | να διαπλεχτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω διαπλεχτεί | είχα διαπλεχτεί | θα έχω διαπλεχτεί | να έχω διαπλεχτεί | διαπλεγμένος | |
| β' ενικ. | έχεις διαπλεχτεί | είχες διαπλεχτεί | θα έχεις διαπλεχτεί | να έχεις διαπλεχτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει διαπλεχτεί | είχε διαπλεχτεί | θα έχει διαπλεχτεί | να έχει διαπλεχτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε διαπλεχτεί | είχαμε διαπλεχτεί | θα έχουμε διαπλεχτεί | να έχουμε διαπλεχτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε διαπλεχτεί | είχατε διαπλεχτεί | θα έχετε διαπλεχτεί | να έχετε διαπλεχτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν διαπλεχτεί | είχαν διαπλεχτεί | θα έχουν διαπλεχτεί | να έχουν διαπλεχτεί | ||
Μεταφράσεις
διαπλέκομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.