dispenser

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

dispenser (en)

  • κάποιος ή κάτι που διανέμει
  1. αυτόματος πωλητής (το μηχάνημα)
  2. οποιαδήποτε συσκευή επιτρέπει τη διάθεση ενός πράγματος σε μικρές ή ρυθμιζόμενες ποσότητες
    1. drop dispenser: φιαλίδιο που ρίχνει το περιεχόμενο υγρό σταγόνα σταγόνα
    2. oil dispenser: λαδωτήρι
    3. fuel dispenser: αντλία καυσίμου



Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ρήμα

dispenser (fr)

  1. (μεταβατικό) παρέχω, χορηγώ
  2. (+ de): απαλλάσσω

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.