διαλογιστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαλογιστικός η διαλογιστική το διαλογιστικό
      γενική του διαλογιστικού της διαλογιστικής του διαλογιστικού
    αιτιατική τον διαλογιστικό τη διαλογιστική το διαλογιστικό
     κλητική διαλογιστικέ διαλογιστική διαλογιστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαλογιστικοί οι διαλογιστικές τα διαλογιστικά
      γενική των διαλογιστικών των διαλογιστικών των διαλογιστικών
    αιτιατική τους διαλογιστικούς τις διαλογιστικές τα διαλογιστικά
     κλητική διαλογιστικοί διαλογιστικές διαλογιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Επίθετο

  1. που αφορά ή ασχολείται με διαλογισμό
  2. (μεταφορικά) στοχαστικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.