διαλευκαίνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διαλευκαίνω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διαλευκαίνω < αρχαία ελληνική δια- + λευκαίνω < λευκός
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði̯a.lefˈce.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐λευ‐καί‐νω
Ρήμα
διαλευκαίνω, αόρ.: διαλεύκανα, παθ.φωνή: διαλευκαίνομαι, π.αόρ.: διαλευκάνθηκα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διαλευκαίνω | διαλεύκαινα | θα διαλευκαίνω | να διαλευκαίνω | διαλευκαίνοντας | |
| β' ενικ. | διαλευκαίνεις | διαλεύκαινες | θα διαλευκαίνεις | να διαλευκαίνεις | διαλεύκαινε | |
| γ' ενικ. | διαλευκαίνει | διαλεύκαινε | θα διαλευκαίνει | να διαλευκαίνει | ||
| α' πληθ. | διαλευκαίνουμε | διαλευκαίναμε | θα διαλευκαίνουμε | να διαλευκαίνουμε | ||
| β' πληθ. | διαλευκαίνετε | διαλευκαίνατε | θα διαλευκαίνετε | να διαλευκαίνετε | διαλευκαίνετε | |
| γ' πληθ. | διαλευκαίνουν(ε) | διαλεύκαιναν διαλευκαίναν(ε) |
θα διαλευκαίνουν(ε) | να διαλευκαίνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διαλεύκανα | θα διαλευκάνω | να διαλευκάνω | διαλευκάνει | ||
| β' ενικ. | διαλεύκανες | θα διαλευκάνεις | να διαλευκάνεις | διαλεύκανε | ||
| γ' ενικ. | διαλεύκανε | θα διαλευκάνει | να διαλευκάνει | |||
| α' πληθ. | διαλευκάναμε | θα διαλευκάνουμε | να διαλευκάνουμε | |||
| β' πληθ. | διαλευκάνατε | θα διαλευκάνετε | να διαλευκάνετε | διαλευκάνετε | ||
| γ' πληθ. | διαλεύκαναν διαλευκάναν(ε) |
θα διαλευκάνουν(ε) | να διαλευκάνουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω διαλευκάνει | είχα διαλευκάνει | θα έχω διαλευκάνει | να έχω διαλευκάνει | ||
| β' ενικ. | έχεις διαλευκάνει | είχες διαλευκάνει | θα έχεις διαλευκάνει | να έχεις διαλευκάνει | ||
| γ' ενικ. | έχει διαλευκάνει | είχε διαλευκάνει | θα έχει διαλευκάνει | να έχει διαλευκάνει | ||
| α' πληθ. | έχουμε διαλευκάνει | είχαμε διαλευκάνει | θα έχουμε διαλευκάνει | να έχουμε διαλευκάνει | ||
| β' πληθ. | έχετε διαλευκάνει | είχατε διαλευκάνει | θα έχετε διαλευκάνει | να έχετε διαλευκάνει | ||
| γ' πληθ. | έχουν διαλευκάνει | είχαν διαλευκάνει | θα έχουν διαλευκάνει | να έχουν διαλευκάνει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διαλευκαίνομαι | διαλευκαινόμουν(α) | θα διαλευκαίνομαι | να διαλευκαίνομαι | ||
| β' ενικ. | διαλευκαίνεσαι | διαλευκαινόσουν(α) | θα διαλευκαίνεσαι | να διαλευκαίνεσαι | ||
| γ' ενικ. | διαλευκαίνεται | διαλευκαινόταν(ε) | θα διαλευκαίνεται | να διαλευκαίνεται | ||
| α' πληθ. | διαλευκαινόμαστε | διαλευκαινόμαστε διαλευκαινόμασταν |
θα διαλευκαινόμαστε | να διαλευκαινόμαστε | ||
| β' πληθ. | διαλευκαίνεστε | διαλευκαινόσαστε διαλευκαινόσασταν |
θα διαλευκαίνεστε | να διαλευκαίνεστε | (διαλευκαίνεστε) | |
| γ' πληθ. | διαλευκαίνονται | διαλευκαίνονταν διαλευκαινόντουσαν |
θα διαλευκαίνονται | να διαλευκαίνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διαλευκάνθηκα | θα διαλευκανθώ | να διαλευκανθώ | διαλευκανθεί | ||
| β' ενικ. | διαλευκάνθηκες | θα διαλευκανθείς | να διαλευκανθείς | διαλευκάνσου | ||
| γ' ενικ. | διαλευκάνθηκε | θα διαλευκανθεί | να διαλευκανθεί | |||
| α' πληθ. | διαλευκανθήκαμε | θα διαλευκανθούμε | να διαλευκανθούμε | |||
| β' πληθ. | διαλευκανθήκατε | θα διαλευκανθείτε | να διαλευκανθείτε | διαλευκανθείτε | ||
| γ' πληθ. | διαλευκάνθηκαν διαλευκανθήκαν(ε) |
θα διαλευκανθούν(ε) | να διαλευκανθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω διαλευκανθεί | είχα διαλευκανθεί | θα έχω διαλευκανθεί | να έχω διαλευκανθεί | ||
| β' ενικ. | έχεις διαλευκανθεί | είχες διαλευκανθεί | θα έχεις διαλευκανθεί | να έχεις διαλευκανθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει διαλευκανθεί | είχε διαλευκανθεί | θα έχει διαλευκανθεί | να έχει διαλευκανθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε διαλευκανθεί | είχαμε διαλευκανθεί | θα έχουμε διαλευκανθεί | να έχουμε διαλευκανθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε διαλευκανθεί | είχατε διαλευκανθεί | θα έχετε διαλευκανθεί | να έχετε διαλευκανθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν διαλευκανθεί | είχαν διαλευκανθεί | θα έχουν διαλευκανθεί | να έχουν διαλευκανθεί | ||
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- διαλευκαίνω < αρχαία ελληνική δια- + λευκαίνω < λευκός
Πηγές
- διαλευκαίνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.