διαλευκαίνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði̯a.lefˈce.no.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐λευ‐καί‐νο‐μαι
Ρήμα
διαλευκαίνομαι, π.αόρ.: διαλευκάνθηκα, (ενεργ.: διαλευκαίνω)
- παθητική φωνή του ρήματος διαλευκαίνω → δείτε και την κλίση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.