διαλευκαντικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διαλευκαντικός | η | διαλευκαντική | το | διαλευκαντικό |
| γενική | του | διαλευκαντικού | της | διαλευκαντικής | του | διαλευκαντικού |
| αιτιατική | τον | διαλευκαντικό | τη | διαλευκαντική | το | διαλευκαντικό |
| κλητική | διαλευκαντικέ | διαλευκαντική | διαλευκαντικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διαλευκαντικοί | οι | διαλευκαντικές | τα | διαλευκαντικά |
| γενική | των | διαλευκαντικών | των | διαλευκαντικών | των | διαλευκαντικών |
| αιτιατική | τους | διαλευκαντικούς | τις | διαλευκαντικές | τα | διαλευκαντικά |
| κλητική | διαλευκαντικοί | διαλευκαντικές | διαλευκαντικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διαλευκαντικός < διαλευκαίνω + -τικός
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις διαλευκαίνω, λευκαίνω και λευκός
Μεταφράσεις
διαλευκαντικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.