διακοσμήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

διακοσμήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διακοσμώ
  2. θα διακοσμήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διακοσμώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

διακοσμήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διακόσμηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.