διακρότημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διακρότημα τα διακροτήματα
      γενική του διακροτήματος των διακροτημάτων
    αιτιατική το διακρότημα τα διακροτήματα
     κλητική διακρότημα διακροτήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Οι αυξομειώσεις στη συχνότητα των δύο ταλαντωτών (κόκκινο και πράσινο) προκαλεί την διαφοροποίηση στη σύνθεσή τους (μπλε) που εμφανίζει διακροτήματα.

Ετυμολογία

διακρότημα < αρχαία ελληνική διακροτέω, (διαπερνώ με κρότο) > δια- + (κροτέω) θέμα κροτη- + μα

Ουσιαστικό

διακρότημα ουδέτερο

  • (ακουστική) το φαινόμενο που παρουσιάζεται κατά τη συνήχηση ή τη σύνθεση δύο απλών αρμονικών ταλαντώσεων με πολύ μικρή διαφορά συχνοτήτων, που το ανθρώπινο αυτί εκλαμβάνει σαν μια περιοδική αυξομείωση της έντασης του ήχου
    παράδειγμα: καθώς οι μουσικοί κουρδίζουν δύο χορδές, όταν το τονικό τους ύψος είναι σχεδόν ίδιο, ακούγεται ένα αξιοπερίεργο τρέμολο με αυξομειώσεις της έντασης

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.