διακοσαετία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διακοσαετία | οι | διακοσαετίες |
| γενική | της | διακοσαετίας | των | διακοσαετίων |
| αιτιατική | τη | διακοσαετία | τις | διακοσαετίες |
| κλητική | διακοσαετία | διακοσαετίες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- διακοσιαετία
Μεταφράσεις
διακοσαετία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.