διακόσα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διακόσα < διακόσ(ια) (προφορά ðʝaˈko.sça) + -α με αποβολή του ημιφώνου ανάμεσα σε [s] και φωνήεν [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðʝaˈko.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δια‐κό‐σα
Παράγωγα
- διακοσάρα (για μοτοσικλέτες)
- διακοσάευρο
- διακοσάρης (για δρομείς)
- διακοσαριά
Μεταφράσεις
διακόσα
|
Αναφορές
- διακόσιοι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.