διακόσα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διακόσα < διακόσ(ια) (προφορά ðʝaˈko.sça) + με αποβολή του ημιφώνου ανάμεσα σε [s] και φωνήεν [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ðʝaˈko.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διακόσα

Αριθμητικό

διακόσα

Παράγωγα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.