διακοσιετηρίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διακοσιετηρίδα οι διακοσιετηρίδες
      γενική της διακοσιετηρίδας των διακοσιετηρίδων
    αιτιατική τη διακοσιετηρίδα τις διακοσιετηρίδες
     κλητική διακοσιετηρίδα διακοσιετηρίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διακοσιετηρίδα < διακόσια + -ετηρίδα

Ουσιαστικό

διακοσιετηρίδα θηλυκό

  1. διακοσιοστή επέτειος
  2. διακοσαετία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.