διακλαδωτήρας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διακλαδωτήρας οι διακλαδωτήρες
      γενική του διακλαδωτήρα των διακλαδωτήρων
    αιτιατική τον διακλαδωτήρα τους διακλαδωτήρες
     κλητική διακλαδωτήρα διακλαδωτήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διακλαδωτήρας < θέμα διακλαδω- (δείτε διακλάδωση) + -τήρ > -τήρας

Προφορά

ΔΦΑ : /ðʝa.kla.ðoˈti.ɾas/ & /ði̯a.kla.ðoˈti.ɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διακλαδωτήρας

Ουσιαστικό

διακλαδωτήρας αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.