διαιτητική
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διαιτητική | οι | διαιτητικές |
| γενική | της | διαιτητικής | των | διαιτητικών |
| αιτιατική | τη | διαιτητική | τις | διαιτητικές |
| κλητική | διαιτητική | διαιτητικές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διαιτητική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου διαιτητικός
Ουσιαστικό
διαιτητική θηλυκό
Μεταφράσεις
διαιτητική
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
διαιτητική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του διαιτητικός
Ομώνυμα / Ομόηχα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.