διαθλαστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διαθλαστικός | η | διαθλαστική | το | διαθλαστικό |
| γενική | του | διαθλαστικού | της | διαθλαστικής | του | διαθλαστικού |
| αιτιατική | τον | διαθλαστικό | τη | διαθλαστική | το | διαθλαστικό |
| κλητική | διαθλαστικέ | διαθλαστική | διαθλαστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διαθλαστικοί | οι | διαθλαστικές | τα | διαθλαστικά |
| γενική | των | διαθλαστικών | των | διαθλαστικών | των | διαθλαστικών |
| αιτιατική | τους | διαθλαστικούς | τις | διαθλαστικές | τα | διαθλαστικά |
| κλητική | διαθλαστικοί | διαθλαστικές | διαθλαστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διαθλαστικός < διά + θέμα θλάσ- (< θλῶ: σπάζω) + -τικός
Επίθετο
διαθλαστικός , διαθλαστική, διαθλαστικό
- αυτός που μπορεί να προκαλέσει διάθλαση ή να προκύψει με τη διάθλαση
- διαθλαστικό τηλεσκόπιο
- πλάγιο χτύπημα με τροχιά κρούσης σε σχήμα "V" συνήθως με σπαθί, εξοστρακισμός σφαίρας και τριγωνομετρικός υπολογισμός της τροχιάς της
Συγγενικά
Μεταφράσεις
διαθλαστικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.