διαθλαστικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαθλαστικότητα οι διαθλαστικότητες
      γενική της διαθλαστικότητας των διαθλαστικοτήτων
    αιτιατική τη διαθλαστικότητα τις διαθλαστικότητες
     κλητική διαθλαστικότητα διαθλαστικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διαθλαστικότητα < διά + θέμα θλάσ - (< θλῶ: σπάζω) + -τικότητα

Ουσιαστικό

διαθλαστικότητα θηλυκό

  • η ιδιότητα που έχει ο διαθλαστικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.