διαθετικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διαθετικός | η | διαθετική | το | διαθετικό |
| γενική | του | διαθετικού | της | διαθετικής | του | διαθετικού |
| αιτιατική | τον | διαθετικό | τη | διαθετική | το | διαθετικό |
| κλητική | διαθετικέ | διαθετική | διαθετικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διαθετικοί | οι | διαθετικές | τα | διαθετικά |
| γενική | των | διαθετικών | των | διαθετικών | των | διαθετικών |
| αιτιατική | τους | διαθετικούς | τις | διαθετικές | τα | διαθετικά |
| κλητική | διαθετικοί | διαθετικές | διαθετικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διαθετικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
διαθετικός, -ή, -ό
- (ψυχολογία) θυμικός, συναισθηματικός (-ή, -ό), που αναφέρεται ή επιδρά στο/αφορά ή επηρεάζει το συναίσθημα, που αφορά εγκεφαλικούς συναισθηματικούς μηχανισμούς/διεργασίες, που αφορά το μεταιχμιακό σύστημα
- συναισθηματικά φορτισμένος
- ρυθμιστικός, κανονιστικός, διευθετικός
- που διαθέτει κάτι
- (γραμματική) "διαθετικά ρήματα", αυτά που σημαίνουν διάθεση ή κάποια κατάσταση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.