διαθετικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαθετικός η διαθετική το διαθετικό
      γενική του διαθετικού της διαθετικής του διαθετικού
    αιτιατική τον διαθετικό τη διαθετική το διαθετικό
     κλητική διαθετικέ διαθετική διαθετικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαθετικοί οι διαθετικές τα διαθετικά
      γενική των διαθετικών των διαθετικών των διαθετικών
    αιτιατική τους διαθετικούς τις διαθετικές τα διαθετικά
     κλητική διαθετικοί διαθετικές διαθετικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

διαθετικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

διαθετικός, ,

  1. (ψυχολογία) θυμικός, συναισθηματικός (-ή, -ό), που αναφέρεται ή επιδρά στο/αφορά ή επηρεάζει το συναίσθημα, που αφορά εγκεφαλικούς συναισθηματικούς μηχανισμούς/διεργασίες, που αφορά το μεταιχμιακό σύστημα
  2. συναισθηματικά φορτισμένος
  3. ρυθμιστικός, κανονιστικός, διευθετικός
  4. που διαθέτει κάτι
  5. (γραμματική) "διαθετικά ρήματα", αυτά που σημαίνουν διάθεση ή κάποια κατάσταση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.