διαγράμμιση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διαγράμμιση | οι | διαγραμμίσεις |
| γενική | της | διαγράμμισης* | των | διαγραμμίσεων |
| αιτιατική | τη | διαγράμμιση | τις | διαγραμμίσεις |
| κλητική | διαγράμμιση | διαγραμμίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, διαγραμμίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διαγράμμιση < διαγραμμί(ζω) + -σις > -ση
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði̯aˈɣɾa.mi.si/ & /ðʝaˈɣɾa.mi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐γράμ‐μι‐ση
Ουσιαστικό
διαγράμμιση θηλυκό
- ο σχηματισμός (παράλληλων) γραμμών, προκειμένου να οριοθετήσουμε ή να διαιρέσουμε μια περιοχή και (κατ’ επέκταση) οι σχετικές γραμμές
- (οικονομία) η χάραξη σε επιταγές για λόγους ασφαλείας δύο παράλληλων γραμμών διαγωνίως
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις διαγραμμίζω, γραμμή και γράφω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.