διαγουμάς
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | διαγουμάς | οι | διαγουμάδες |
| γενική | του | διαγουμά | των | διαγουμάδων |
| αιτιατική | τον | διαγουμά | τους | διαγουμάδες |
| κλητική | διαγουμά | διαγουμάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.