διαγουμάς

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διαγουμάς οι διαγουμάδες
      γενική του διαγουμά των διαγουμάδων
    αιτιατική τον διαγουμά τους διαγουμάδες
     κλητική διαγουμά διαγουμάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διαγουμάς < τουρκική yağma

Ουσιαστικό

διαγουμάς αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.