διαβεβαιώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διαβεβαιώνω < αρχαία ελληνική διαβεβαιῶ
Ρήμα
διαβεβαιώνω και διαβεβαιώ
- σας διαβεβαιώνω ότι έχω κάνει όλες τις απαιτούμενες ενέργειες για να τακτοποιηθεί η υπόθεσή σας
- δίνω σε κάποιον κατηγορηματική υπόσχεση, διαβεβαίωση, για κάτι το μελλοντικό
- μας διαβεβαίωσαν ότι η βλάβη θα αποκασταθεί
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.