διαβεβαιώσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
διαβεβαιώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαβεβαιώνω
- θα διαβεβαιώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαβεβαιώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
διαβεβαιώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διαβεβαίωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.