διάτροπος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | διάτροπος | τὸ | διάτροπον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | διατρόπου | τοῦ | διατρόπου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | διατρόπῳ | τῷ | διατρόπῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | διάτροπον | τὸ | διάτροπον | ||
| κλητική ὦ! | διάτροπε | διάτροπον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | διάτροποι | τὰ | διάτροπᾰ | ||
| γενική | τῶν | διατρόπων | τῶν | διατρόπων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | διατρόποις | τοῖς | διατρόποις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | διατρόπους | τὰ | διάτροπᾰ | ||
| κλητική ὦ! | διάτροποι | διάτροπᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διατρόπω | τὼ | διατρόπω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | διατρόποιν | τοῖν | διατρόποιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Πηγές
- διάτροπος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διάτροπος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.