διάτροπος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / διάτροπος τὸ διάτροπον
      γενική τοῦ/τῆς διατρόπου τοῦ διατρόπου
      δοτική τῷ/τῇ διατρόπ τῷ διατρόπ
    αιτιατική τὸν/τὴν διάτροπον τὸ διάτροπον
     κλητική ! διάτροπε διάτροπον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ διάτροποι τὰ διάτροπ
      γενική τῶν διατρόπων τῶν διατρόπων
      δοτική τοῖς/ταῖς διατρόποις τοῖς διατρόποις
    αιτιατική τοὺς/τὰς διατρόπους τὰ διάτροπ
     κλητική ! διάτροποι διάτροπ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ διατρόπω τὼ διατρόπω
      γεν-δοτ τοῖν διατρόποιν τοῖν διατρόποιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

διάτροπος < διά- + -τροπος. Αναλύεται σε διά και τρόπος < διατρέπω

Επίθετο

διάτροπος, -ος, -ον

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.