δημοκράτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δημοκράτης οι δημοκράτες
      γενική του δημοκράτη των δημοκρατών
    αιτιατική τον δημοκράτη τους δημοκράτες
     κλητική δημοκράτη δημοκράτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δημοκράτης <
  1. από το δῆμος και το κρατῶ (-κράτης)
  2. (αντιδάνειο) γαλλική démocrate

Ουσιαστικό

δημοκράτης αρσενικό (δημοκράτισσα θηλυκό)

  1. (στο Βυζάντιο) αρχηγός ή αξιωματούχος των Πράσινων ή των Βένετων
  2. αυτός που υποστηρίζει τη δημοκρατία
  3. αυτός που υποστηρίζει την ισότητα όλων πολιτών στην διακυβέρνηση του κράτους.

Συγγενικά

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.