δημοκράτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | δημοκράτης | οι | δημοκράτες |
| γενική | του | δημοκράτη | των | δημοκρατών |
| αιτιατική | τον | δημοκράτη | τους | δημοκράτες |
| κλητική | δημοκράτη | δημοκράτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
δημοκράτης αρσενικό (δημοκράτισσα θηλυκό)
- (στο Βυζάντιο) αρχηγός ή αξιωματούχος των Πράσινων ή των Βένετων
- αυτός που υποστηρίζει τη δημοκρατία
- αυτός που υποστηρίζει την ισότητα όλων πολιτών στην διακυβέρνηση του κράτους.
Αντώνυμα
- αριστοκράτης
- φασίστας
- οπαδοί της έννοιας ελιτισμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.