δημοδιδασκαλικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δημοδιδασκαλικός | η | δημοδιδασκαλική | το | δημοδιδασκαλικό |
| γενική | του | δημοδιδασκαλικού | της | δημοδιδασκαλικής | του | δημοδιδασκαλικού |
| αιτιατική | τον | δημοδιδασκαλικό | τη | δημοδιδασκαλική | το | δημοδιδασκαλικό |
| κλητική | δημοδιδασκαλικέ | δημοδιδασκαλική | δημοδιδασκαλικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δημοδιδασκαλικοί | οι | δημοδιδασκαλικές | τα | δημοδιδασκαλικά |
| γενική | των | δημοδιδασκαλικών | των | δημοδιδασκαλικών | των | δημοδιδασκαλικών |
| αιτιατική | τους | δημοδιδασκαλικούς | τις | δημοδιδασκαλικές | τα | δημοδιδασκαλικά |
| κλητική | δημοδιδασκαλικοί | δημοδιδασκαλικές | δημοδιδασκαλικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δημοδιδασκαλικός < δημοδιδάσκαλ(ος) + -ικός[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði.mo.ði.ða.ska.liˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δη‐μο‐δι‐δα‐σκα‐λι‐κός
Επίθετο
δημοδιδασκαλικός, -ή, -ό
- (λόγιο) ο σχετικός με τους δημοδιδάσκαλους
- ↪δημοδιδασκαλικός σύλλογος
Μεταφράσεις
δημοδιδασκαλικός
|
|
Αναφορές
- δημοδιδασκαλικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.