δημαρχία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δημαρχία οι δημαρχίες
      γενική της δημαρχίας των δημαρχιών
    αιτιατική τη δημαρχία τις δημαρχίες
     κλητική δημαρχία δημαρχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δημαρχία < αρχαία ελληνική δημαρχία

Ουσιαστικό

δημαρχία θηλυκό

  1. το αξίωμα ενός δημάρχου
  2. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο δήμαρχος ασκεί το αξίωμά του
  3. το δημαρχείο

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.