αντιδημαρχία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντιδημαρχία οι αντιδημαρχίες
      γενική της αντιδημαρχίας των αντιδημαρχιών
    αιτιατική την αντιδημαρχία τις αντιδημαρχίες
     κλητική αντιδημαρχία αντιδημαρχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντιδημαρχία < αντι- + δημαρχία

Ουσιαστικό

αντιδημαρχία θηλυκό

  1. το αξίωμα ενός αντιδημάρχου
  2. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο αντιδήμαρχος ασκεί το αξίωμά του
  3. το γραφείο του αντιδημάρχου

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.