λογοπαικτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λογοπαικτικός η λογοπαικτική το λογοπαικτικό
      γενική του λογοπαικτικού της λογοπαικτικής του λογοπαικτικού
    αιτιατική τον λογοπαικτικό τη λογοπαικτική το λογοπαικτικό
     κλητική λογοπαικτικέ λογοπαικτική λογοπαικτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λογοπαικτικοί οι λογοπαικτικές τα λογοπαικτικά
      γενική των λογοπαικτικών των λογοπαικτικών των λογοπαικτικών
    αιτιατική τους λογοπαικτικούς τις λογοπαικτικές τα λογοπαικτικά
     κλητική λογοπαικτικοί λογοπαικτικές λογοπαικτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λογοπαικτικός < λογοπαίκτης + -ικός[1]

Επίθετο

λογοπαικτικός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.