λογοπαικτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λογοπαικτικός | η | λογοπαικτική | το | λογοπαικτικό |
| γενική | του | λογοπαικτικού | της | λογοπαικτικής | του | λογοπαικτικού |
| αιτιατική | τον | λογοπαικτικό | τη | λογοπαικτική | το | λογοπαικτικό |
| κλητική | λογοπαικτικέ | λογοπαικτική | λογοπαικτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λογοπαικτικοί | οι | λογοπαικτικές | τα | λογοπαικτικά |
| γενική | των | λογοπαικτικών | των | λογοπαικτικών | των | λογοπαικτικών |
| αιτιατική | τους | λογοπαικτικούς | τις | λογοπαικτικές | τα | λογοπαικτικά |
| κλητική | λογοπαικτικοί | λογοπαικτικές | λογοπαικτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λογοπαικτικός < λογοπαίκτης + -ικός[1]
Μεταφράσεις
λογοπαικτικός
|
|
- λογοπαικτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.