δεῖμα

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ δεῖμᾰ τὰ δείμᾰτ
      γενική τοῦ δείμᾰτος τῶν δειμᾰ́των
      δοτική τῷ δείμᾰτ τοῖς δείμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ δεῖμᾰ τὰ δείμᾰτ
     κλητική ! δεῖμᾰ δείμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δείμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  δειμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δεῖμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

δεῖμα, -ατος ουδέτερο

  1. φόβος, τρόμος
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 6 (Ἐρατώ), 74.1
    Μετὰ δὲ ταῦτα Κλεομένεα ἐπάϊστον γενόμενον κακοτεχνήσαντα ἐς Δημάρητον δεῖμα ἔλαβε Σπαρτιητέων καὶ ὑπεξέσχε ἐς Θεσσαλίην.
    Ο Κλεομένης αργότερα, όταν αποκαλύφτηκε πως έκανε παλιοδουλειά στον Δημάρατο, φοβήθηκε τους Σπαρτιάτες κι έφυγε κρυφά στη Θεσσαλία.
    Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greeklanguage.gr
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 8 (Οὐρανία), 36.1
    ἐν δείματι δὲ μεγάλῳ κατεστεῶτες ἐμαντεύοντο περὶ τῶν ἱρῶν χρημάτων, εἴτε σφέα κατὰ γῆς κατορύξωσι εἴτε ἐκκομίσωσι ἐς ἄλλην χώρην.
    κι έτσι που πήραν μεγάλη τρομάρα, ζητούσαν χρησμό για τους θησαυρούς του θεού, να τους καταχωνιάσουν στα σπλάχνα της γης ή να τους μεταφέρουν σε άλλη χώρα.
    Μετάφραση (1995): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greeklanguage.gr
      5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Πολιτεία, 3, 386b
    ἢ ἡγῇ τινά ποτ᾽ ἂν γενέσθαι ἀνδρεῖον ἔχοντα ἐν αὑτῷ τοῦτο τὸ δεῖμα;
    ή φαντάζεσαι πως μπορεί ποτέ να γίνει κανείς αντρείος, αν έχει μέσα του αυτό το φόβο;
    Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greeklanguage.gr
      3ος πκε αιώνας Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 4.53, @scaife.perseus
    φαρμακίδες· τρομερῷ δʼ ὑπὸ δείματι πάλλετο θυμός.
      3ος πκε αιώνας Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 4.4, @scaife.perseus
    ἢ ἔμεν ἄτης πῆμα δυσίμερον, ἦ τόγʼ ἐνίσπω
  2. αντικείμενο του τρόμου, σκιάχτρο, αντικείμενο της φρίκης, φόβητρο
      5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Ἠλέκτρα, στίχ. 410
    ἐκ δείματός του νυκτέρου, δοκεῖν ἐμοί.
    Από ᾽να σκιάσμα του ύπνου της, νομίζω.
    Μετάφραση (1936): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greeklanguage.gr

Συγγενικά

  • ἀδείμαντος
  • δειμαίνω
  • δειμαλέος
  • δειματηρός
  • δειματίας
  • δειματόεις
  • δειματοποιός
  • δειματοσταγής
  • δειματόω
  • δειματώδης
  • δειμάτωσις
  • ἐκδειμαίνω
  • ἐκδειματόω
  • ἐνδείματος
  • καταδειμαίνω
  • πανδείμαντος
  • πανδείματος
  • προδειμαίνω
  • ὑπερδειμαίνω
  • ὑποδειμαίνω

Εκφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.