δειμαλέος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | δειμαλέος | ἡ | δειμαλέᾱ | τὸ | δειμαλέον |
| γενική | τοῦ | δειμαλέου | τῆς | δειμαλέᾱς | τοῦ | δειμαλέου |
| δοτική | τῷ | δειμαλέῳ | τῇ | δειμαλέᾳ | τῷ | δειμαλέῳ |
| αιτιατική | τὸν | δειμαλέον | τὴν | δειμαλέᾱν | τὸ | δειμαλέον |
| κλητική ὦ! | δειμαλέε | δειμαλέᾱ | δειμαλέον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | δειμαλέοι | αἱ | δειμαλέαι | τὰ | δειμαλέᾰ |
| γενική | τῶν | δειμαλέων | τῶν | δειμαλέων | τῶν | δειμαλέων |
| δοτική | τοῖς | δειμαλέοις | ταῖς | δειμαλέαις | τοῖς | δειμαλέοις |
| αιτιατική | τοὺς | δειμαλέους | τὰς | δειμαλέᾱς | τὰ | δειμαλέᾰ |
| κλητική ὦ! | δειμαλέοι | δειμαλέαι | δειμαλέᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δειμαλέω | τὼ | δειμαλέᾱ | τὼ | δειμαλέω |
| γεν-δοτ | τοῖν | δειμαλέοιν | τοῖν | δειμαλέαιν | τοῖν | δειμαλέοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
δειμαλέος, -έα, -έον
- φοβισμένος, τρομαγμένος
- που προκαλεί φόβο, τρομερός
- ※ 8ος πκε αιώνας, Pseudo-Homer, Βατραχομυομαχία, στίχ. 287 (στίχοι 286-288)
- πρῶτα μὲν ἐβρόντησε, μέγαν δ᾽ ἐλέλιξεν Ὄλυμπον. | αὐτὰρ ἔπειτα κεραυνὸν δειμαλέον διὸς ὅπλον | ἧκ᾽ ἐπιδινήσας· ὁ δ᾽ ἄρ᾽ ἔπτατο χειρὸς ἄνακτος.
- Πρώτα μπουμπούνισε, τον Όλυμπο τον αψηλό τραντάζει, | κι ευθύς μετά στριφογυρίζοντας το τρομερό του το όπλο | το σφεντονάει, κι εκείνο πέταξε απ᾽ του βασιλιά το χέρι·
- Μετάφραση (1978), Νικόλαος Κοτσελίδης, @greek‑language.gr
- πρῶτα μὲν ἐβρόντησε, μέγαν δ᾽ ἐλέλιξεν Ὄλυμπον. | αὐτὰρ ἔπειτα κεραυνὸν δειμαλέον διὸς ὅπλον | ἧκ᾽ ἐπιδινήσας· ὁ δ᾽ ἄρ᾽ ἔπτατο χειρὸς ἄνακτος.
- ※ 8ος πκε αιώνας, Pseudo-Homer, Βατραχομυομαχία, στίχ. 287 (στίχοι 286-288)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη δεῖμα
Παράγωγα
- δειμαλέως (επίρρημα)
Πηγές
- δειμαλέος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- δειμαλέος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.