δεσμευτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δεσμευτικός | η | δεσμευτική | το | δεσμευτικό |
| γενική | του | δεσμευτικού | της | δεσμευτικής | του | δεσμευτικού |
| αιτιατική | τον | δεσμευτικό | τη | δεσμευτική | το | δεσμευτικό |
| κλητική | δεσμευτικέ | δεσμευτική | δεσμευτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δεσμευτικοί | οι | δεσμευτικές | τα | δεσμευτικά |
| γενική | των | δεσμευτικών | των | δεσμευτικών | των | δεσμευτικών |
| αιτιατική | τους | δεσμευτικούς | τις | δεσμευτικές | τα | δεσμευτικά |
| κλητική | δεσμευτικοί | δεσμευτικές | δεσμευτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δεσμευτικός < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
δεσμευτικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.