δενδρογαλιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δενδρογαλιά οι δενδρογαλιές
      γενική της δενδρογαλιάς των δενδρογαλιών
    αιτιατική τη δενδρογαλιά τις δενδρογαλιές
     κλητική δενδρογαλιά δενδρογαλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δενδρογαλιά < δενδρογαλή < δένδρο + γαλή

Ουσιαστικό

δενδρογαλιά θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.